παντοσώματος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοσώμᾰτος Medium diacritics: παντοσώματος Low diacritics: παντοσώματος Capitals: ΠΑΝΤΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: pantosṓmatos Transliteration B: pantosōmatos Transliteration C: pantosomatos Beta Code: pantosw/matos

English (LSJ)

παντοσώματον, incarnate in all bodies, θεός Corp.Herm.5.10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ενσαρκώνεται σε όλα τα σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλοσώματος].