φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Full diacritics: πᾰπῡρών | Medium diacritics: παπυρών | Low diacritics: παπυρών | Capitals: ΠΑΠΥΡΩΝ |
Transliteration A: papyrṓn | Transliteration B: papyrōn | Transliteration C: papyron | Beta Code: papurw/n |
ῶνος, ὁ, papyrus-bed, IG14.1047.
και παπυρεών, -ῶνος, ό, Α
τόπος κατάφυτος από το φυτό πάπυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπυρος + κατάλ. -(ε)ών (πρβλ. ελαιών)].