παρήχησις
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
-εως, ἡ, = παρήχημα (succession of similar sounds, alliteration), Hermog. Inv. 4.7.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, das Nachahmen eines Tones, Wortes, Sp., vgl. Hermog. inv. 4, 7, der als Beispiel πείθει τὸν Πειθίαν anführt.
Greek (Liddell-Scott)
παρήχησις: ἡ, «παρήχησις ἐστὶ σχῆμα λόγου, ὅταν δύο ἢ τρεῖς ἢ τέσσαρας λέξεις ἢ ὀνόματα εἴπῃ τις ὁμοίως μὲν ἠχοῦντα, διάφορον δὲ τὴν δήλωσιν ἔχοντα˙ ὡς πείθει τὸν Πειθέαν» Ἑρμογ.˙ «ἀνέπλασε Πλάτων πεπλασμένα ὀνόματα» Σουΐδ., κτλ.˙ - οὕτως, παρήχημα, τό, Σουΐδ.˙ - ἐπίθ., παρηχητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρήχησιν, ὁ αὐτ.˙ - Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. 1618. 17˙ πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 3. σ. 618.