παραβαρύνω
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
Greek Monolingual
και παραβαραίνω
1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω
2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον
3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος
β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω.