παραδέκομαι
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
v. παραδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. παραδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
παραδέκομαι: ион. = παραδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
παραδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ παραδέχομαι.
English (Slater)
παραδέκομαι inherit τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας (O. 7.72)
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. παραδέχομαι.
Greek Monotonic
παραδέκομαι: Ιων. αντί παραδέχομαι.