παραληπτέος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
German (Pape)
[Seite 487] adj. verb. zu παραλαμβάνω, anzunehmen, zuzuziehen, Dem. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de παραλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
παραληπτέος: adj. verb. к παραλαμβάνω.
Middle Liddell
παραληπτέος, ον, verb. adj. of παραλαμβάνω
one must produce, μάρτυρας Dem.