παραχαράττω

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. παραχαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-χαράττω vervalsen, overdr. veranderen:. π. τὰ εἰς τὴν δίαιταν zijn levenswijze veranderen Luc. 9.5.

German (Pape)

att. = παραχαράσσω.