παραϊατρικός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επαγγελματική απασχόληση βοηθητική τών γιατρών («παραϊατρικά επαγγέλματα» — κλάδος επαγγελμάτων βοηθητικών του έργου του γιατρού στη διάγνωση και θεραπεία τών ασθενών, όπως είναι λ.χ. οι παρασκευαστές μικροβιολογικών εργαστηρίων, οι οδοντοτεχνίτες, οι επόπτες δημόσιας υγείας, οι οπτικοί, οι μαίες, τα νοσηλευτικά επαγγέλματα κ.ά.).