παραϊατρικός
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επαγγελματική απασχόληση βοηθητική τών γιατρών («παραϊατρικά επαγγέλματα» — κλάδος επαγγελμάτων βοηθητικών του έργου του γιατρού στη διάγνωση και θεραπεία τών ασθενών, όπως είναι λ.χ. οι παρασκευαστές μικροβιολογικών εργαστηρίων, οι οδοντοτεχνίτες, οι επόπτες δημόσιας υγείας, οι οπτικοί, οι μαίες, τα νοσηλευτικά επαγγέλματα κ.ά.).