παρείσδυση
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
η / παρείσδυσις, -ύσεως ΝΜΑ παρεισδύω
η διείσδυση, η παρείσφρηση
αρχ.
1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο
2. οπή, ρωγμή
3. τρόπος, μέσο εισόδου
4. υπεκφυγή.