παρεγχειρέω
English (LSJ)
A interfere with, τὴν φύσιν Ph.Fr.49 H.; π. ὡς… argue falsely that... Plu. Comp. Tim. Aem.1: c. inf., attempt illegally, Jahresh.23 Beibl.180 (Thrace).
2 interpret symbolically, τὴν κόλασιν (sc. τοῦ Ἰξίονος) Asclep. Tragil.3 J.; μηδὲν π. εἰς τὰ κεκριμένα Artem.4.72.
3 disturb, μηδενὸς μέρους τῶν ἀρχαίων ἐθῶν παρεγχειρουμένου Epist. Domit. in SIG821 C 3; tamper with, τοῖς ὑπ' ἐμοῦ διατεταγμένοις POxy.495.16 (ii A. D.).
II impugn as false, τι Sch.Pi. P.2.78, etc.
III put into one's hands, transfer to, τινί τι S.E.P.1.234.
German (Pape)
[Seite 510] Hand anlegen, eine Arbeit unternehmen, mit dem Nebenbegriffe des Irrigen, bes. unrichtig darstellen, falsch erzählen, falsche Schlüsse, Einwendungen machen; Plut. Compar. Timol. et Paull. 1; Philo u. a. Sp. – Auch neben einem Andern dieselbe Arbeit übernehmen (?).
French (Bailly abrégé)
παρεγχειρῶ :
entreprendre à côté (de la raison ou de la justice) ; mettre la main à, entreprendre en parlant de choses déraisonnables ou blâmables ; avec ὡς, être assez déraisonnable pour prétendre que, etc.
Étymologie: παρά, ἐγχειρέω.
Russian (Dvoretsky)
παρεγχειρέω:
1 ложно утверждать, превратно рассуждать Plut.;
2 вручать, передавать (τινί τι Sext.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εγχειρέω bezwaar maken.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγχειρέω: ἐπιχειρῶ τι κακῶς, ἐσφαλμένως, τὴν φύσιν Φίλων 2. 677· ψευδῶς ἀποδίδω, τινί τι Ἀσκληπ. παρὰ Σχολ. εἰς Πινδ. Π. 2. 39· μετ’ ἀπαρεμ., μηδὲν παρεγχείρει λέγειν, μὴ ζήτει νὰ ὁμιλήσῃς ψευδῶς Ἀρτεμίδ. 4. 72· π. ὡς …, ἐσφαλμένως συλλογίζομαι, κρίνω ὅτι …, Πλουτ. Τιμολ. καὶ Αἰμιλ. Σύγκρισις 1. ΙΙ. διαμφισβητῶ τι ὡς ψευδές, τι Σχόλ. Πινδ. Π. 2. 78, κτλ. ΙΙΙ. θέτω εἰς τὰς χεῖράς τινος, μεταφέρω, τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 1. 234.