παρεμφάρακτος

English (LSJ)

ἀσελγής, πέρπερος, Hsch.; = cerritus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 515] nach Hesych. = ἀσελγής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, πέρπερος».