παραλληλισμός
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ὁ,
A equating of payments, PMasp. 58 ii 13 (vi A. D.).
II placing side by side, repetition of ideas in a compound (as μυθολογεύειν, λογολεσχεῖν), Eust.437.25.
German (Pape)
[Seite 488] ὁ, das Nebeneinanderstellen, Vergleichen ähnlicher Dinge, Sp., bes. Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
παραλληλισμός: ὁ, τὸ παραλληλίζειν καὶ ὁ ἐκ παραλλήλου σχηματισμός, «παραλληλισμὸς ἐν συνθέσει μὲν τὸ πάμπαν ἐν παραθέσει δὲ τὸ πάνυ πάνυ» Εὐστ. 437. 35.
Greek Monolingual
ό, ΝΜΑ παραλληλίζω
νεοελλ.
1. λογοτ. ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, προκειμένου να συνδυαστούν με φράσεις, προτάσεις ή και παραγράφους, που έχουν παρόμοια λεκτικά στοιχεία, έννοιες ή ιδέες που έχουν ισοδύναμη σημασία
2. (φιλοσ.) κοσμοθεώρηση σύμφωνα με την οποία υπάρχει πλήρης αντιστοιχία, αλλά όχι ταύτιση, μεταξύ τών μορφών και νόμων της νόησης και τών μορφών και νόμων της πραγματικότητας
3. παρομοίωση
νεοελλ.-μσν.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραλληλίζω, η παράλληλη τοποθέτηση πραγμάτων
2. αντιπαραβολή, σύγκριση
μσν.
(σχετικά με σύνθετη λέξη) η επανάληψη της ίδιας έννοιας, όπως λ.χ. μυθολογεύειν, λογολεσχεῖν
αρχ.
(για πληρωμές) εξίσωση, παράθεση.