παροξυτόνησις
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
v. παροξυτονέω.
German (Pape)
[Seite 527] ἡ, das Schreiben eines Wortes als Paroxytonon, Eust.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παροξυτονώ
το να θέτει κανείς οξεία στην παραλήγουσα, ο τονισμός με οξεία στην παραλήγουσα, η παροξυτονία.