πασπατεύω

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

και πασπατεύγω
1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω
2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)].