Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
και πασπατεύγω
1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω
2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)].