πατρογεώργητος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek (Liddell-Scott)
πατρογεώργητος: ἄμπελος, ἡ ὑπὸ τοῦ πατρὸς γεωργηθεῖσα, Θ. Στουδ. σ, 801, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Μ
φρ. «πατρογεώργητος ἄμπελος» — η άμπελος που καλλιεργήθηκε από τον πατέρα.'
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γεώργητος (< γεωργῶ), πρβλ. ευγεώργητος].