πατροθετούμαι

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

-έομαι Μ
γίνομαι πατέρας με υιοθεσία, υιοθετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -θετῶ, -θετοῦμαι (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. υιοθετώ].