στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
η, ΝΜο πεζικός στρατός, το πεζικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + κατάλ. -ούρα (πρβλ. θολούρα, λαϊκούρα)].