πεζούρα

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜ
ο πεζικός στρατός, το πεζικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + κατάλ. -ούρα (πρβλ. θολούρα, λαϊκούρα)].