πεζούρα

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜ
ο πεζικός στρατός, το πεζικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + κατάλ. -ούρα (πρβλ. θολούρα, λαϊκούρα)].