πεζότητα

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

η / πεζότης, -ητος, ΝΑ πεζός
νεοελλ.
έλλειψη πρωτοτυπίας και καλαισθησίας στη σκέψη, στην έκφραση και στον χαρακτήρα, κοινοτοπία, μονοτονία
αρχ.
η ιδιότητα του πεζού, του πεζοπόρου.