μονοτονία
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ἡ, sameness of tone, monotony, Quint.Inst.11.3.45.
German (Pape)
[Seite 205] ἡ, Eintönigkeit, Monotonie, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
μονοτονία: ἡ, ὁμοιότης τόνου, τὸ μονότονον, Κοϊντιλιαν. 11. 3.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μονοτονία) μονότονος
1. έλλειψη ηχητικής ποικιλίας που προκαλεί ανία
2. (στη βυζαντινή μουσική) είδος ψαλμωδίας συντεθειμένης σε απλούς και βραχείς χρόνους με γοργό ή δίγοργο σημείο
νεοελλ.
1. (για ύφος λόγου) η έλλειψη κάθε περιγραφικής ποικιλίας, κάθε πρωτοτυπίας
2. (γενικά) η έλλειψη κάθε ποικιλίας που προκαλεί πλήξη, ανία
αρχ.
τόνος ενός μόνο είδους.
Translations
monotony
Bulgarian: монотонност, еднообразие; Catalan: monotonia; Chinese Mandarin: 單調/单调; Danish: monotoni; Finnish: yksitoikkoisuus; French: monotonie; Galician: monotonía; German: Eintönigkeit, Monotonie; Greek: μονοτονία; Ancient Greek: μονοτονία, ταὐτότης; Greenlandic: assigiiaamik periaaseqarneq; Irish: leadrán, liostacht; Maori: takeo; Plautdietsch: Lankwiel, Äwadreessichkjeit; Portuguese: monotonia; Romanian: monotonie; Spanish: monotonía
uniformity
Bulgarian: еднородност, еднообразие; Catalan: uniformitat; Danish: ensartethed; Esperanto: unuformeco; Finnish: yhtenäisyys, yhdenmukaisuus; French: uniformité; German: Einheitlichkeit, Uniformität; Greek: ομοιομορφία; Ancient Greek: διομαλισμός, μονοείδεια, μονοτονία, ὁμαλισμός, ὁμαλότης, ὁμοιοσχημοσύνη, τὸ ἀμετάστατον, τὸ μονοειδές, μονοειδές; Hungarian: egyformaság, egységesség, egyneműség; Indonesian: keseragaman; Irish: comhionannas, ionannas; Italian: uniformità; Japanese: 統一性, 画一性; Manx: colaikys; Ottoman Turkish: استوا; Portuguese: uniformidade; Russian: однородность, единообразие; Serbo-Croatian: unifórmnōst, jednòličnōst, jednoòbraznōst; Spanish: uniformidad; Tagalog: kasanyusan