πεντάγλωσσος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για κείμενο, βιβλίο) αυτός που είναι συντεταγμένος σε πέντε γλώσσες («πεντάγλωσσο λεξικό»)
2. (για πρόσ.) αυτός που μιλά πέντε γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + γλώσσα (πρβλ. δίγλωσσος)].