πεντάγλωσσος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για κείμενο, βιβλίο) αυτός που είναι συντεταγμένος σε πέντε γλώσσες («πεντάγλωσσο λεξικό»)
2. (για πρόσ.) αυτός που μιλά πέντε γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + γλώσσα (πρβλ. δίγλωσσος)].