πεντάπορος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
πεντάπορον, with five passages, D.P.301.
German (Pape)
[Seite 557] mit fünf Gängen, Ausflüssen, προχοαί, D. Per. 301.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάπορος: -ον, ὁ ἔχων πέντε πόρους, ἢ περάματα, Διον. Π. 301.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάπορος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πόρους, δηλαδή, διόδους, περάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πορος (< πόρος), πρβλ. επτά-πορος].