περίαχε
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
Ep. for περιίαχε, Hes.Th.678, Q.S.3.601, 11.382; v. περί G.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίαχε ep. imperf. 3 sing. van περιιάχω.
Russian (Dvoretsky)
περίαχε: (ῑ) (= περιίαχε) Hes. 3 л. sing. impf. к * περιϊάχω.
Greek (Liddell-Scott)
περίαχε: Ἐπικ. ἀντὶ περιίαχε, Ἡσ. Θεογν. 678.
Greek Monotonic
περίαχε: Επικ. αντί περι-ίαχε, γʹ ενικ. παρατ. του περιιάχω.