περιϊάχω
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ring around, re-echo, περὶ δ' ἴαχε πέτρη Od. 9.395; Epic impf. περίαχε [ῑ], for περιΐαχε, Hes. Th. 678.
German (Pape)
[Seite 577] umhertönen; in tmesi, περὶ δ' ἴαχε πέτρη, Od. 9, 395; bei Hes. Th. 678 περίαχε.
French (Bailly abrégé)
résonner tout autour.
Étymologie: περί, ἰάχω.
Russian (Dvoretsky)
περιϊάχω: (только 3 л. sing. impf. περίαχε с ῑ) звучать или гудеть в ответ, откликаться (περὶ δ᾽ ἴαχε πέτρα Hom.; περίαχε πόντος Hes.).