περίγυρο

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο περίγυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του περίγυρος, με αλλαγή γένους].