περίγυρος
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που περιβάλλει κάτι
2. υπερυψωμένη κατασκευή από πέτρα, ξύλο ή άλλο υλικό που περιορίζει έναν χώρο, περιτοίχισμα, περίβολος
3. μτφ. το περιβάλλον («κοινωνικός περίγυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γύρος].