περίκοσμος
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
περίκοσμον, = περικόσμιος (mundane, embracing the κόσμος), Dam. Pr. 98 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
περίκοσμος: -ον, ἐπίθ. ἀντὶ περικόσμιος, Δαμασκ. περὶ Ἀρχῶν σ. 308.
Greek Monolingual
-ον, Μ
περικόσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόσμος (πρβλ. υπέρκοσμος)].