περίκοσμος

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκοσμος Medium diacritics: περίκοσμος Low diacritics: περίκοσμος Capitals: ΠΕΡΙΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: períkosmos Transliteration B: perikosmos Transliteration C: perikosmos Beta Code: peri/kosmos

English (LSJ)

περίκοσμον, = περικόσμιος (mundane, embracing the κόσμος), Dam. Pr. 98 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

περίκοσμος: -ον, ἐπίθ. ἀντὶ περικόσμιος, Δαμασκ. περὶ Ἀρχῶν σ. 308.

Greek Monolingual

-ον, Μ
περικόσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόσμος (πρβλ. υπέρκοσμος)].