περησέμεναι

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source

French (Bailly abrégé)

inf. f. épq. de περάω¹.

English (Autenrieth)

see περά Od. 24.1.

Russian (Dvoretsky)

περησέμεναι: эп. inf. fut. к περάω I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περησέμεναι ep. inf. fut. van περάω.