περιβιβρώσκω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
gnaw all round, pf. -βέβρωκα Diph.34; π. πλεκτάνας Plu.2.1059e:—Pass., of leaves, Dsc.2.133; περιβεβρωμένους τυρούς D.S.2.4; to be corroded by ulcers, Dsc.1.71, 2.74, Gal.12.875.
German (Pape)
[Seite 570] (s. βιβρώσκω), rings umnagen, anfressen; Plut. adv. Stoic. 2; περιβεβρωμένοι τυροί, D. Sic. 2, 4.
Russian (Dvoretsky)
περιβιβρώσκω: обгрызать, объедать, обгладывать (τι Plut., Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
περιβιβρώσκω: περιτρώγω, Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 3, Διόδ. 2. 4, κτλ.
Greek Monolingual
Α
1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα
2. παθ. περιβιβρώσκομαι
α) τρώγομαι γύρω γύρω
β) κατατρώγομαι από πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιβρώσκω «τρώω»].