περιβιβρώσκω

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβιβρώσκω Medium diacritics: περιβιβρώσκω Low diacritics: περιβιβρώσκω Capitals: ΠΕΡΙΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: peribibrṓskō Transliteration B: peribibrōskō Transliteration C: perivivrosko Beta Code: peribibrw/skw

English (LSJ)

gnaw all round, pf. -βέβρωκα Diph.34; π. πλεκτάνας Plu.2.1059e:—Pass., of leaves, Dsc.2.133; περιβεβρωμένους τυρούς D.S.2.4; to be corroded by ulcers, Dsc.1.71, 2.74, Gal.12.875.

German (Pape)

[Seite 570] (s. βιβρώσκω), rings umnagen, anfressen; Plut. adv. Stoic. 2; περιβεβρωμένοι τυροί, D. Sic. 2, 4.

Russian (Dvoretsky)

περιβιβρώσκω: обгрызать, объедать, обгладывать (τι Plut., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

περιβιβρώσκω: περιτρώγω, Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 3, Διόδ. 2. 4, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα
2. παθ. περιβιβρώσκομαι
α) τρώγομαι γύρω γύρω
β) κατατρώγομαι από πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιβρώσκω «τρώω»].