περιτρώγω

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτρώγω Medium diacritics: περιτρώγω Low diacritics: περιτρώγω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΩΓΩ
Transliteration A: peritrṓgō Transliteration B: peritrōgō Transliteration C: peritrogo Beta Code: peritrw/gw

English (LSJ)

fut. -τρώξομαι Luc.Gall.28: aor. περιέτρᾰγον Ar.Ach. 258:—gnaw round about, bite off, v.l. in Arist.HA605a4, cf. Luc. Tim.8, etc.; τοὺς δακτύλους Pherecr.13; π. τὰ χρυσία τινός nibble off, purloin her jewels, Ar.Ach.258; τῆς ἀρχῆς τοὺς ἀργελόφους Id.V.672: metaph., carp at, τινα ib.596.

German (Pape)

[Seite 598] (s. τρώγω), rings benagen; übertr., τὰ χρυσία τινός, Jemandes Goldschmuck heimlich vom Leibe wegmausen, Ar. Ach. 276, vgl. Vesp. 596. 672, Luc. Tim. 8 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ao.2 περιέτραγον, etc.
ronger tout autour, acc..
Étymologie: περί, τρώγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τρώγω rondom afknabbelen; overdr. afpakken:. μή τις λαθών σου περιτράγῃ τὰ χρυσία dat niet iemand stiekem je juwelen pikt Aristoph. Ach. 258; αὐτὸς δὲ Κλέων... ἡμᾶς οὐ περιτρώγει Cleon in eigen persoon beknibbelt niet op ons Aristoph. Ve. 596.

Russian (Dvoretsky)

περιτρώγω: (aor. 2 περιέτρᾰγον)
1 обгрызать, обгладывать (τὰ ὀστᾶ Luc.);
2 утаскивать, тайком снимать, воровать (τὰ χρυσία τινός Arph.);
3 поносить, порочить (τινά Arph.).

Greek Monolingual

Α
1. τρώω κάτι ολόγυρα, από όλα τα μέρη
2. αφαιρώ γύρω γύρω, απογυμνώνω («μή τις λαθών σου περιτράγῃ τὰ χρυσία», Αριστοφ.)
3. παρενοχλώ, κακολογώ συνεχώς κάποιον.

Greek Monotonic

περιτρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -έτρᾰγον· ροκανίζω ολόγυρα, τσιμπώ ελαφρά, κλέβω, σε Αριστοφ.· μεταφ., ενοχλώ, τινά, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρώγω: μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. περιέτρᾰγον. Τρώγω ὁλόγυρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 9, Λουκ. Τίμ. 8, κτλ.· ὡσπερεὶ τοὺς πουλύποδας... νύκτωρ περιτρώγειν αὑτῶν τοὺς δακτύλους Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 2· μὴ τις λαθών σου περιτράγῃ τὰ χρυσία, μήπως τις διαλαθὼν κλέψῃ τὰ χρυσία σου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 258· τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 672· ― μεταφ., ἐνοχλῶ τινα, μέμφομαι, ψέγω, μόνους ἡμᾶς οὐ περιτρώγει αὐτόθι 596.

Middle Liddell

fut. -τρώξομαι aor2 -έτρᾰγον
to gnaw round about, nibble off, purloin, Ar.:—metaph. to carp at, τινά Ar.