περιθετός

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

German (Pape)

[Seite 577] (auch 2 Endg. περίθετος), herumgesetzt, herumgethan, an-, aufgesetzt; bes. falsches Haar, Perücke; ἡδὶ μὲν οὖν κεφαλὴ περίθετος, ἣν ἐγὼ νύκτωρ φορῶ, Ar. Thesm. 258; Pol. 3, 78, 3; ἡ περιθετή, sc. κόμη, Polyaen. 5, 42; προκόμια περιθετά τε λαβεῖν, Ath. XII, 523 a, vgl. X, 415 u. Ael. V. H. 1, 26.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu'on met autour : κόμη ÉL cheveux dont on s'affuble, perruque.
Étymologie: περιτίθημι.