περικίδναμαι
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
Pass., spread round about μοι ἔρως π. AP5.291 (Agath.); λέκτροις π. ib.9.765 (Paul. Sil.); π. ἠὼς εἴς τινα ib.651 (Id.).
German (Pape)
[Seite 579] (s. κίδνημι), sich rings umher verbreiten.
Greek Monolingual
ΜΑ
απλώνομαι, εκτείνομαι ολόγυρα, περιχέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κίδναμαι «εξαπλώνομαι»].
Russian (Dvoretsky)
περικίδνᾰμαι: распространяться, расширяться (τινι и εἴς τι Anth.).