περικίδναμαι

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικίδναμαι Medium diacritics: περικίδναμαι Low diacritics: περικίδναμαι Capitals: ΠΕΡΙΚΙΔΝΑΜΑΙ
Transliteration A: perikídnamai Transliteration B: perikidnamai Transliteration C: perikidnamai Beta Code: periki/snamai

English (LSJ)

Pass., spread round about μοι ἔρως π. AP5.291 (Agath.); λέκτροις π. ib.9.765 (Paul. Sil.); π. ἠὼς εἴς τινα ib.651 (Id.).

German (Pape)

[Seite 579] (s. κίδνημι), sich rings umher verbreiten.

Greek Monolingual

ΜΑ
απλώνομαι, εκτείνομαι ολόγυρα, περιχέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κίδναμαι «εξαπλώνομαι»].

Russian (Dvoretsky)

περικίδνᾰμαι: распространяться, расширяться (τινι и εἴς τι Anth.).