τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Full diacritics: περικομμάτιον | Medium diacritics: περικομμάτιον | Low diacritics: περικομμάτιον | Capitals: ΠΕΡΙΚΟΜΜΑΤΙΟΝ |
Transliteration A: perikommátion | Transliteration B: perikommation | Transliteration C: perikommation | Beta Code: perikomma/tion |
τό, Dim. of περίκομμα 1, Ar. Eq. 770, Alex. 132, Athenio 1.31.
[Seite 580] τό, dim. von περίκομμα; Ar. Equ. 767; Athenio bei Ath. XIV, 661 c.
τὸ, Α περίκομμα
υποκορ. του περίκομμα.
περικομμάτιον: (ᾰ) τό кусочек Arph.