περιοριστικός
From LSJ
English (LSJ)
περιοριστική, περιοριστικόν, c. gen.,
A serving to determine or define, Ascl.in Metaph.78.25.
2 able to enclose or limit, τοῦ ἀσωμάτου οὐδέν ἐστι π. Corp.Herm.11.18.
Greek (Liddell-Scott)
περιοριστικός: -ή, -όν, χρήσιμος πρὸς ὁρισμόν, τὸ «μέχρι» ῥητόν, οὐ χρόνου ἐστὶ περιοριστικὸν Κύριλλ. Ἱεροσ. σ. 174Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιοριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιορίζω
αυτός που καθορίζει, που επιβάλλει όρια
νεοελλ.
1. δεσμευτικός, κατασταλτικός («επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα»)
2. φρ. «περιοριστικές κρίσεις»
(λογ.) οι κρίσεις τών οποίων το κατηγορούμενο εκφράζεται με αρνητική έννοια και, επομένως, περιορίζεται σε μία μόνο ιδιότητα του υποκειμένου
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος να καθορίζει, να προσδιορίζει κάτι.