περιπάτησις
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
-εως, ἡ, walking about, A.D. Synt.19.10, Sor.1.112 tit., S.E.M.1.74, D.L.7.98.
German (Pape)
[Seite 586] ἡ, das Herumgehen und Disputiren dabei, daher philosophische Unterhaltung, bes. in dialogischer Form, D. L. 7, 98.
Russian (Dvoretsky)
περιπάτησις: εως (ᾰ) ἡ прогулка Diog. L., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
περιπάτησις: ἡ, τὸ περιπατεῖν, Διογ. Λ. 7. 98, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 74.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α περιπατώ
1. το να κάνει κανείς περίπατο μαζί με άλλον και ταυτόχρονα να συζητεί για διάφορα θέματα
2. (κατ' επέκτ.) διαλογική φιλοσοφική συζήτηση.