περιστοναχίζω
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
German (Pape)
[Seite 594] ringsum oder sehr seufzen, stöhnen, γαῖα, die Erde erdröhnte rings, Hes. Sc. 344, v. l. περιστενάχιζε u. περιστονάχησε.
Russian (Dvoretsky)
περιστονᾰχίζω: разражаться стонами, (за)стонать (περιστονάχιζε - v. l. περιστενάχησα - γαῖα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
περιστονᾰχίζω: στενάζω ὁλόγυρα, βοΰζω, ἀντηχῶ, γαῖα περιστονάχιζε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 344· ἔνθα ἄλλα Ἀντίγραφα ἔχουσι περιστονάχησε (ὡς παρὰ τῷ Κοΐντ. Σμ. 2. 397), -στενάχησε, -στενάχιζε, ἴδε ἐν λ. στεναχίζω.
Greek Monolingual
Α
στενάζω ολόγυρα, αντηχώ, βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοναχίζω, άλλος τ. του στεναχίζω «στενάζω»].