περιχορίζω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
= περιχορεύω, Hsch.
Greek Monolingual
Α
περιχορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιχορεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω)].
German (Pape)
= περιχορεύω.