περιχορεύω
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
dance round, [ἐκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο] E.Ph.316(lyr.); τινα Luc.DMar.15.3; τὸν βωμόν Id.Salt.24: metaph., ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην = friendship runs all over the earth Epicur.Sent.Vat.52.
German (Pape)
[Seite 601] umtanzen, umhertanzen; Eur. Phoen. 320; ἅπαντα περιεχόρευε τὴν παῖδα, Luc. Mar. D. 15, 3; salt. 24.
French (Bailly abrégé)
danser autour de, acc..
Étymologie: περί, χορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-χορεύω om... dansen, in de rondte dansen.
Russian (Dvoretsky)
περιχορεύω: плясать кругом, носиться в пляске вокруг (ἐκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Eur.; π. τὸν βωμόν Luc.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
περιχορεύω: μέλ. -σω, χορεύω ολόγυρα, σε Ευρ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιχορεύω: χορεύω ὁλόγυρα, ἐκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο Εὐρ. Φοίν. 315· τινὰ Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 15. 3· τὸν βωμὸν π. Ὀρχήσ. 24.