περσερόν

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

το, Ν
φυλή αλόγων βαριάς έλξης που αναπτύχθηκε στην περιοχή Περς της Γαλλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. percheron < Perche, περιοχή της Βόρειας Γαλλίας].