πετάλιο

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

το / πετάλιον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πετήλιον Α πέταλον
μικρό πέταλο, οτιδήποτε έχει σχήμα μικρού πετάλου
νεοελλ.
1. κάθε μικρό μεταλλικό έλασμα
2. μικρός δίσκος από στιλπνό μέταλλο που χρησιμοποιείται για διακόσμηση γυναικείων ενδυμάτων, κν. πούλια
3. το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας του οστού
αρχ.
1. συνδετήρας σπασμένου οστού, σχίζα
2. κάλαμος του ζωγράφου.