πεταλίς

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεταλίς Medium diacritics: πεταλίς Low diacritics: πεταλίς Capitals: ΠΕΤΑΛΙΣ
Transliteration A: petalís Transliteration B: petalis Transliteration C: petalis Beta Code: petali/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, fullgrown, of swine, Achae.8; cf. πέτηλος.

German (Pape)

[Seite 604] ἡ, ὗς, bei Ath. IX, 376 a, eine voll ausgewachsene Sau; Hesych. Vgl. πέταλος.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰλίς: ἡ, ἴδε πέταλος ΙΙ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
χοντρή γουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επί θ. πέτηλος «απλωμένος, μέγας» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βοῦς πέτηλος). Το -α- του τ. είναι πιθ. μακρό].