πετροκότσυφας

From LSJ

Greek Monolingual

και πετροκόσσυφος, ο, Ν
κοινή ονομασία του στρουθιόμορφου ωδικού πτηνού Μonticola saxatilis.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κότσυφας / κόσσυφος.