πετροπόλεμος
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
ο Ν
1. παιδικό παιχνίδι ανάμεσα σε δύο ομάδες, συνήθως, με το να σημαδεύουν με πέτρες τους αντιπάλους
2. μτφ. αιφνίδιες επιθέσεις εναντίον αντιπάλων.