πετρόστερνος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

German (Pape)

[Seite 606] mit einer Felsenbrust, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόστερνος: -ον, ὁ ἔχων στέρνα πέτρινα, δηλ. καρδίαν λιθίνην, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 149.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει πέτρινα στέρνα ο σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. πλατύστερνος].