πετρόστερνος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
German (Pape)
[Seite 606] mit einer Felsenbrust, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πετρόστερνος: -ον, ὁ ἔχων στέρνα πέτρινα, δηλ. καρδίαν λιθίνην, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 149.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει πέτρινα στέρνα ο σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. πλατύστερνος].