πεφάσθαι
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
pf. inf. Pass. of θείνω ΙΙ: πεφάσθω, 3sg. pf. imper. Pass. of φημί: πεφασμένος, pf. part. Pass. both of φαίνω (cf. also φημί) and of θείνω ΙΙ: πεφασμένως, Adv. pf. part. Pass. of φαίνω, manifestly, expressly, Lexap.Lys.10.19.
Greek (Liddell-Scott)
πεφάσθαι: ἀπαρ. παθ. πρκμ. τοῦ *φένω· πεφάσθω, γ΄ ἑνικ. προστ. παθ. πρκμ. τοῦ φημί· πεφασμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ τε φαίνω (πρβλ. καὶ φημί) καὶ τοῦ *φένω· πεφασμένως, ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φαίνω, φανερῶς, ἀριδήλως, σαφῶς, Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 40. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ε΄, σ. 129.
English (Autenrieth)
see φεν-.
Greek Monotonic
πεφάσθαι: απαρ. Παθ. παρακ. του *φένω· πεφάσθω, γʹ ενικ. προστ. Παθ. παρακ. του φημί· πεφασμένος, μτχ. Παθ. παρακ. μαζί του φαίνω (πρβλ. επίσης φημί) και του *φένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφάσθαι inf. perf. med.-pass. van θείνω.