πεφιδέσθαι
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
πεφιδοίμην, πεφιδήσομαι, v. φείδομαι.
Russian (Dvoretsky)
πεφῐδέσθαι: эп. inf. aor. к φείδομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πεφιδέσθαι: πεφῐδοίμην, πεφῐδήσομαι, ἴδε ἐν λέξ. φείδομαι.
English (Autenrieth)
see φείδομαι.
Greek Monotonic
πεφῐδέσθαι: Επικ. αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ του φείδομαι· πεφιδοίμην, ευκτ.