Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
η, Ν
1. κομμάτι από ύφασμα με το οποίο πιάνει κανείς θερμά σκεύη («πιάνω το τσουκάλι με τις πιάστρες»)
2. το πιάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- του αορ. έ-πιασ-α του πιάνω + κατάλ. -τρα (πρβλ. σφυρίχτρα)].