πιεζοξείδιο
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
το, Ν
(χημ.-τεχνολ.) πιεζοηλεκτρικό υλικό που έχει ως βάση μια κρυσταλλική ζιρκονική και τιτανική ένωση του μολύβδου και χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια και αντιστρόφως, κυρίως σε εφαρμογές υπερήχων ή για την ανάφλεξη αέριων καυσίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezoxyde < πιέζω + οξείδιο].