πινάκα

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μεγάλο πινάκι, μεγάλο βαθουλό πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινάκι(ο) + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κανάτα)].