πινάκι

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

πινάκιο, το / πινάκιον, ΝΜΑ, και πινάκι Ν, πινάκιν Μ πίναξ, -ακος]
1. πήλινο, συνήθως, επιτραπέζιο σκεύος, στο οποίο σερβίρεται το φαγητό, πιάτο
2. φρ. «ἀντί πινακίου φακῆς» — με πολύ μικρό και ευτελές αντάλλαγμα
νεοελλ.
1. (νομ.) δημόσιο βιβλίο που τηρείται σε κάθε δικαστήριο, αριθμημένο κατά σελίδα, μονογραφημένο από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον ειρηνοδίκη, στο οποίο καταχωρίζονται οι υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν κατά προτεραιότητα εγγραφής σε κάθε δικάσιμο
2. κομμάτι από χαρτί ή χαρτόνι με σημειώσεις για σχέδιο μαθήματος, στρατιωτικών ασκήσεων κ.ά. χρήσεις
3. πλαίσιο, στο οποίο ανακοινώνονται οι υποθέσεις και η σειρά εκδίκασής τους, με τις οποίες θα ασχοληθεί το δικαστήριο σε ορισμένη δικάσιμο
4. φρ. α) «πινάκιο προεξόφλησης» — έντυπο στο οποίο καταγράφονται γραμμάτια και συναλλαγματικές που προσκομίζονται στην τράπεζα για προεξόφληση
β) «πινάκιο πωλήσεων» — κατάσταση πωλήσεων που στέλνει ο αντιπρόσωπος επιχείρησης και αποτελεί τη βάση για την εκκαθάριση τών λογαριασμών της
μσν.-αρχ.
1. μικρός πίνακας, σανίδα αλειμμένη με κερί, πάνω στην οποία έγραφαν
2. σανίδα πάνω στην οποία ζωγράφιζαν
3. αστρονομικός πίνακας
αρχ.
1. ο πίνακας για την καταγραφή τών νόμων
2. κατάστιχο σημειώσεων, σημειωματάριο.