πιννικός

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek (Liddell-Scott)

πιννικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ πίννης ἢ ἀνήκων εἰς πίνναν: π. κόγχος = πίννα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 20· πιννικόν, τό, ὁ μαργαρίτης ὃν παράγει ἡ πίννα, αὐτόθι σ. 33· ― πιννινόθριξ μαλλός, ὁ, ἔριον ὅμοιον πρὸς τὴν μέταξαν τῆς πίννης, Κωνστ. Πορφυρ. Θέματ. 1. 12, σ. 14.